- μισθῶσαι
- μισθόωlet out for hireaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μίσθωσαι — μισθόω let out for hire aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρέσκω — ΜΑ, αττ. και επικ. τ. ξυναρέσκω Α [ἀρέσκω] 1. (κυρίως ως τριτοπρόσ.) συναρέσκει (ενν. μοι) αρέσει και σε μένα επίσης, ευαρεστούμαι και εγώ ταυτόχρονα με άλλον («οὐδέ γε τὸ φρουροὺς μισθῶσαι, συνήρεσκέ μοι», Ξεν.) 2. (μέσ. και παθ.) συναρέσκομαι… … Dictionary of Greek